Εξηγήστε μου, κύριε
Υπουργέ!
αιτιώδης: αυτός που εμπεριέχει την αιτία ενός πράγματος /
συνώνυμο: αιτιολογημένος: είναι αυτός που αιτιολογεί κάτι, εξηγεί τα αίτια που
το προκάλεσαν ή το στηρίζουν / αντίθετα: αναιτιολόγητος, αναιτιώδης
(Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη)
Αναιτιώδης καταγγελία
σύμβασης, λοιπόν! Αναιτιολόγητη απόλυση. Χωρίς εξήγηση για τα αίτια που την
προκάλεσαν ή τη στηρίζουν. Χωρίς προϋποθέσεις. Ανεξέλεγκτη. Χωρίς διακρίσεις
ανάμεσα σε «παλιούς» ή «νέους», συμβασιούχους ή μονίμους. Χωρίς καθυστερήσεις
και χρονοτριβές. Άμεσα, γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες. Όπως στις
αμερικάνικες ταινίες, που παρακολουθείς ένα δυστυχή γιάπι με σκούρο κουστούμι
να μαζεύει σ’ ένα χαρτόκουτο τα προσωπικά του είδη από ένα ψυχρό και απρόσωπο
γραφείο ουρανοξύστη και να σέρνει τα βήματά του στους γκρίζους δρόμους της Νέας
Υόρκης.